- άραδος
- Αρχαία φοινικική πόλη, που ίδρυσαν πρόσφυγες από τη Σιδώνα, στα βόρεια των εκβολών του ποταμού Ελευθέρου σε οχυρή νησίδα. Η Ά. ήταν η τρίτη ομοσπονδιακή πόλη των Φοινίκων μαζί με την Τύρο και τη Σιδώνα. Μολονότι o βασιλιάς της Στράτων νικήθηκε από τον Αλέξανδρο, η πόλη διατήρησε σε περιορισμένο βαθμό την αυτονομία της. Έφτασε στο απόγειο της ακμής της προς το τέλος της βασιλείας των Σελευκιδών. Κατελήφθη διαδοχικά από τους Αρμένιους και τους Ρωμαίους και τελικά καταστράφηκε από τους Άραβες. Ερείπια της πόλης αυτής σώζονται έως τις μέρες μας. Με την ίδια ονομασία αναφέρονται και δύο νησιά, το ένα στον Περσικό κόλπο και το άλλο στα νοτιοδυτικά παράλια της Κρήτης.
* * *ἄραδος, ο (Α)αναταραχή στο στομάχι, γουργούρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής κυρίως ορολογίας, η οποία παρά τη χρήση της ως τεχνικού όρου είναι πιθ. ονοματοποιημένη (πρβλ. άραβος*). Ανήκει στις λέξεις με επίθημα -δος, οι οποίες είναι τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία κατηγορία τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (πρβλ. όμαδος, ροίβδος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.